πολεμολαμαχαϊκός

πολεμολαμαχαϊκός
-ή, -όν, Α
κωμική λέξη στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + Λάμαχος + Ἀχαϊκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολεμολαμαχαικόν — πολεμολᾱμαχᾱϊκόν , πολεμολαμαχαικός masc acc sg πολεμολᾱμαχᾱϊκόν , πολεμολαμαχαικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”